λιανοτράγουδο

λιανοτράγουδο
το
βλ. λειανοτράγουδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιανοτράγουδο — το δίστιχο δημοτικό τραγούδι: Πέρασαν τη νύχτα στο χωριό λέγοντας λιανοτράγουδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίστιχος — η, ο (AM δίστιχος, ον) [στίχος] 1. κείμενο που αποτελείται από δύο στίχους ή δύο γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το δίστιχο (AM δίστιχον) φρ. «ελεγειακό δίστιχο» επίγραμμα ή ενότητα από δύο στίχους κυρίως στην ελεγειακή ποίηση, από τους οποίους ο… …   Dictionary of Greek

  • κοτσάκι — το (Μ κοτσάκιν) δίστιχο δημοτικό ασμάτιο, λιανοτράγουδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κότσακος — κότσακος, ὁ (Μ) [κοτσάκιν] κοτσάκι, δίστιχο δημοτικό, λιανοτράγουδο …   Dictionary of Greek

  • δίστιχος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο γραμμές, δύο στίχους: Δίστιχο ποίημα. 2. το ουδ. ως ουσ., δίστιχο δημοτικό τραγούδι που αποτελείται από δύο στίχους, μαντινάδα, λιανοτράγουδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”